- ὑγρόφθαλμος
- ὑγρ-όφθαλμος, ον,A with moist eyes, opp. σκληρόφθαλμος, Arist.PA 648a18, 658a3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υγρόφθαλμος — ον, Α αυτός που έχει ευκίνητα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλ όφθαλμος] … Dictionary of Greek
ὑγρόφθαλμα — ὑγρόφθαλμος with moist eyes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρόφθαλμοι — ὑγρόφθαλμος with moist eyes masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek